Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

οὐ κατηγήσομαι νόμον τόνδε τιθείς

См. также в других словарях:

  • καθηγούμαι — (AM καθηγοῡμαι, έομαι, Α ιων. τ. κατηγοῡμαι) νεοελλ. (μόνο το αρσ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο καθηγούμενος, η καθηγουμένη ηγούμενος, ηγουμένη μοναστηριού αρχ. 1. είμαι οδηγός, πηγαίνω μπροστά (α. «ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς», Ηρόδ. β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»